προσβάσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
προσβάσιμος, -η, -ο
- (για χώρο ή δικτυακό τόπο) που παρέχει τη δυνατότητα πρόσβασης, προσπελάσιμος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσβάσιμος