προσεξουαλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσεξουαλικός < προ- + σεξουαλικός [< (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική presexual]
Επίθετο[επεξεργασία]
προσεξουαλικός -ή, ό
- (ψυχολογία) που δεν έχει γνώση της σεξουαλικής δραστηριότητας ή δεν έχει επηρεαστεί από αυτήν· πριν από τη σεξουαλική ωρίμανση
- ※ Αφού, ο κλόουν εσωτερικά είναι μεγάλος, ενώ είναι και μικρός, είναι άνδρας, ενώ είναι και γυναίκα, είναι προσεξουαλικός […] (από τη διπλωματική εργασία του Π. Μουστάκα, Ο κλόουν ως οιονεί μεθοριακός χαρακτήρας –Μια συγκριτική προσέγγιση ([Μυτιλήνη]: Πανεπιστήμιο Αιγαίου-Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, 2010), σ. 66).
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσεξουαλικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)