προσκολλώμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσκολλώμαι < → δείτε τη λέξη προσκολλώ

προσκολλώμαι & προσκολλιέμαι

  1. κολλώ πάνω σε κάτι, σταθεροποιούμαι πάνω σε κάτι
     συνώνυμα: κολλώ
  2. (μεταφορικά) προσηλώνομαι σε κάτι, αφοσιώνομαι σε κάποιον ή σε κάτι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]