προσκοπιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσκοπιμότητα < προ- + σκοπιμότητα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική prefeasibility)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσκοπιμότητα θηλυκό
- (λόγιο) η αρχική / προκαταρκτική αξιολόγηση της σκοπιμότητας ενός έργου πριν από τη λεπτομερή ανάλυση και την πλήρη μελέτη σκοπιμότητας
- ※ Σε δεύτερο επίπεδο αναπτύσσονται κατευθυντήριες οδηγίες για τη διεξαγωγή μελετών προσκοπιμότητας έργων ανανεώσιμων πηγών και εξοικονόμησης ενέργειας, ενώ στη συνέχεια εφαρμόζονται οι οδηγίες αυτές για τη μελέτη της βιωσιμότητας ενός φωτοβολταϊκού πάρκου που σχεδιάζεται να υλοποιηθεί στο Νομό Καρδίτσας. (http://artemis.cslab.ece.ntua.gr:8080/jspui/handle/123456789/15538)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσκοπιμότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)