προσκρουστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσκρουστήρας < πρόσκρουση + -τήρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσκρουστήρας αρσενικό
- (τεχνολογία) σταθερή κατασκευή ή αντικείμενο που διακόπτει την πορεία ενός κινούμενου σώματος ή αντικειμένου ή απορροφά τους κραδασμούς της πρόσκρουσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσκρουστήρας
|