προσοδοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσοδοφόρος < πρόσοδ(ος) + -ο- + -φόρος
Επίθετο
[επεξεργασία]προσοδοφόρος, -α, -ο
προσοδοφόρος, -α, -ο