προστίθεμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προστίθεμαι < αρχαία ελληνική προστίθεμαι, παθητική φωνή του ρήματος προστίθημι < πρός + τίθημι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈsti.θe.me/ & /pɾosˈti.θe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐στί‐θε‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐τί‐θε‐μαι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προστίθεμαι, π.αόρ.: προστέθηκα
- παθητική φωνή του ρήματος προσθέτω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προστιθέμενος
- → δείτε τις λέξεις προσθέτω, προς και θέτω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προστίθεμαι
- παθητική φωνή του ρήματος προστίθημι
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Ρήματα στην παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρηματικοί τύποι (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Ρήματα στη μεσοπαθητική φωνή (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)