προσυστολικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσυστολικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική presystolic < presystole < ελληνιστική κοινή συστολή < αρχαία ελληνική συστέλλω. Μορφολογικά αναλύεται σε προσυστολ(ή) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
προσυστολικός, -ή, -ό
- (φυσιολογία) που έχει σχέση με την προσυστολή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσυστολικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)