προσφυής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προσφυής | η | προσφυής | το | προσφυές |
γενική | του | προσφυούς* | της | προσφυούς | του | προσφυούς |
αιτιατική | τον | προσφυή | την | προσφυή | το | προσφυές |
κλητική | προσφυή(ς) | προσφυής | προσφυές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προσφυείς | οι | προσφυείς | τα | προσφυή |
γενική | των | προσφυών | των | προσφυών | των | προσφυών |
αιτιατική | τους | προσφυείς | τις | προσφυείς | τα | προσφυή |
κλητική | προσφυείς | προσφυείς | προσφυή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσφυής < αρχαία ελληνική προσφυής < προσφύω «φυτρώνω πάνω σε κάτι» < προς + φύω
- Αρχικώς αυτός που φύεται πάνω σε κάτι, ή και με τη μεταφορική σημασία, αυτός που είναι προσκολλημένος σε κάτι, σύμφυτος.
- Κατά την ελληνιστική εποχή πήρε την σημασία «κατάλληλος, ταιριαστός».
Επίθετο[επεξεργασία]
προσφυής, -ής, -ές
- που ευνοεί κάτι, κατάλληλος, αρμόζων, εύστοχος, επιτυχής, πρόσφορος, αρμόδιος, ενδεδειγμένος
Με άμεσες προσφυείς ενέργειες κατόρθωσε να αναστρέψει το αρνητικό κλίμα που πήγε προς στιγμήν να επικρατήσει.
Προσφυής ελιγμός.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσφυής
|