προσωπικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσωπικό < προσωπικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσωπικό ουδέτερο
- το σύνολο των εργαζομένων σε μια επιχείρηση ή τμήμα επιχείρησης και οργανισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
προσωπικό
- αιτιατική ενικού του προσωπικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προσωπικός