προσωρινά μέτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσωρινά μέτρα < → δείτε τις λέξεις προσωρινός και μέτρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
προσωρινά μέτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (νομικός όρος) επείγοντα μέτρα που λαμβάνει το δικαστήριο που εξετάζει μια υπόθεση, ώστε να αποφευχθεί κάποιος άμεσος κίνδυνος βλάβης ή ζημίας μέχρι να ληφθεί η οριστική απόφαση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσωρινά μέτρα