προτεκτοράτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προτεκτοράτο < (λόγιο δάνειο) γαλλική protectorat[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προτεκτοράτο ουδέτερο
- η κατάσταση εξάρτησης ενός μικρού ή αδύνατου κράτους, ιδίως στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας, από κάποιο μεγαλύτερο και δυνατότερο κράτος
- (ειδικότερα) το κράτος που βρίσκεται υπό καθεστώς τέτοιας εξάρτησης
προτεκτοράτο
|
- ↑ προτεκτοράτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας