προτελωνειακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προτελωνειακός η προτελωνειακή το προτελωνειακό
      γενική του προτελωνειακού της προτελωνειακής του προτελωνειακού
    αιτιατική τον προτελωνειακό την προτελωνειακή το προτελωνειακό
     κλητική προτελωνειακέ προτελωνειακή προτελωνειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προτελωνειακοί οι προτελωνειακές τα προτελωνειακά
      γενική των προτελωνειακών των προτελωνειακών των προτελωνειακών
    αιτιατική τους προτελωνειακούς τις προτελωνειακές τα προτελωνειακά
     κλητική προτελωνειακοί προτελωνειακές προτελωνειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προτελωνειακός < προ- + τελωνειακός

Επίθετο[επεξεργασία]

προτελωνειακός, -ή, -οι

  • που αφορά διαδικασίες και στάδιο πριν από το τελωνείο και τον τελωνειακό έλεγχο
    ※  Οι εξαγωγείς αναγνώρισαν τις θετικές εξελίξεις σε σειρά μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του οδικού χάρτη για τη διευκόλυνση του εξωτερικού εμπορίου σε προτελωνειακό και τελωνειακό επίπεδο υπό το συντονισμό του υπουργείου Ανάπτυξης και με τη συνεργασία των συναρμόδιων υπουργείων και του ιδιωτικού τομέα συμπεριλαμβανομένου του ΣΕΒΕ. (www.makthes.gr, 08.09.2014)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]