προτεραιοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προτεραιοποιώ < προτεραιοποίηση + (αναδρομικός σχηματισμός)

Ρήμα[επεξεργασία]

προτεραιοποιώ (παθητική φωνή: προτεραιοποιούμαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]