προτιμολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
προτιμολογώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προτιμολογώ | προτιμολογούσα | θα προτιμολογώ | να προτιμολογώ | προτιμολογώντας | |
β' ενικ. | προτιμολογείς | προτιμολογούσες | θα προτιμολογείς | να προτιμολογείς | (προτιμολόγει) | |
γ' ενικ. | προτιμολογεί | προτιμολογούσε | θα προτιμολογεί | να προτιμολογεί | ||
α' πληθ. | προτιμολογούμε | προτιμολογούσαμε | θα προτιμολογούμε | να προτιμολογούμε | ||
β' πληθ. | προτιμολογείτε | προτιμολογούσατε | θα προτιμολογείτε | να προτιμολογείτε | προτιμολογείτε | |
γ' πληθ. | προτιμολογούν(ε) | προτιμολογούσαν(ε) | θα προτιμολογούν(ε) | να προτιμολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προτιμολόγησα | θα προτιμολογήσω | να προτιμολογήσω | προτιμολογήσει | ||
β' ενικ. | προτιμολόγησες | θα προτιμολογήσεις | να προτιμολογήσεις | προτιμολόγησε | ||
γ' ενικ. | προτιμολόγησε | θα προτιμολογήσει | να προτιμολογήσει | |||
α' πληθ. | προτιμολογήσαμε | θα προτιμολογήσουμε | να προτιμολογήσουμε | |||
β' πληθ. | προτιμολογήσατε | θα προτιμολογήσετε | να προτιμολογήσετε | προτιμολογήστε | ||
γ' πληθ. | προτιμολόγησαν προτιμολογήσαν(ε) |
θα προτιμολογήσουν(ε) | να προτιμολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προτιμολογήσει | είχα προτιμολογήσει | θα έχω προτιμολογήσει | να έχω προτιμολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προτιμολογήσει | είχες προτιμολογήσει | θα έχεις προτιμολογήσει | να έχεις προτιμολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προτιμολογήσει | είχε προτιμολογήσει | θα έχει προτιμολογήσει | να έχει προτιμολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προτιμολογήσει | είχαμε προτιμολογήσει | θα έχουμε προτιμολογήσει | να έχουμε προτιμολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προτιμολογήσει | είχατε προτιμολογήσει | θα έχετε προτιμολογήσει | να έχετε προτιμολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προτιμολογήσει | είχαν προτιμολογήσει | θα έχουν προτιμολογήσει | να έχουν προτιμολογήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προτιμολογώ
|
Πηγές[επεξεργασία]
- προτιμολογώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)