προφαντός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προφαντός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόφαντος με καταβιβασμό τόνου.. Συγκρίνετε με το πρόφαντος στα νέα ελληνικά.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.fanˈdos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐φα‐ντός
- τονικό παρώνυμο: πρόφαντος
Επίθετο[επεξεργασία]
προφαντός, -ή, -ό
- ( για καρπούς) που έχει ωριμάσει πρώτος, πριν από άλλους
- ↪ προφαντά αχλάδια, σταφύλια, προφαντές ντομάτες
- ≈ συνώνυμα: πρωτοφανήσιμος, πρωτόλουβος, πρωτολούδι & αναφαντός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε το επίθημα -φαντος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προφαντός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετακινήσεις τόνου (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)