προϋπολογισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προϋπολογισμός < προ- + υπολογισμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.i.po.lo.ʝiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ϋ‐πο‐λο‐γι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προϋπολογισμός αρσενικό
- (οικονομία) η καταγραφή των εσόδων και των εξόδων που αναμένονται στο άμεσο μέλλον
- ※ Η ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού παραδοσιακά λαμβάνει χαρακτήρα παροχής ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. (Όλγα Παναγιωτίδου, Κατατέθηκε στη Βουλή ο προϋπολογισμός, cnn.gr, 21 Νοεμβρίου 2019)
- η εκτίμηση της δυνατότητας που έχει μια οικονομική μονάδα (οικογένεια, επιχείρηση κλπ) να προχωρήσει σε κάποια έξοδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)