πρυμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρυμίζω < πρύμη + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πρυμίζω

  1. (ναυτικός όρος) στρέφω την πρύμνη προς τον άνεμο
  2. (μεταφορικά, παρωχημένο)
    1. σπεύδω να φύγω
    2. μεταβάλλω γνώμη ή άποψη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]