πρωρατικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πρωρατικά | ||
γενική | των | πρωρατικών | ||
αιτιατική | τα | πρωρατικά | ||
κλητική | πρωρατικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωρατικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ιδιαίτερο μάθημα - κλάδος της ναυτικής τέχνης που διδάσκεται σε ναυτικές ακαδημίες και σχολές
- μέρος της βασικής πρακτικής εκπαίδευσης αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών καταστρώματος.
- στα πρωρατικά περιλαμβάνονται κυρίως η κωπηλασία, η ιστιοφορία και χρήση αρμένων, η συρραφή ιστίων, η κατασκευή παραβλημάτων, ναυτικών δεσμών και κόμπων, οι ματίσεις σχοινιών, χρήσεις και συντηρήσεις διαφόρων υλικών, εργαλείων και συσκευών κ.ά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωρατικά
|
Επίρρημα[επεξεργασία]
πρωρατικά
- από πρωρατική άποψη
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πρωρατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωρατικό