πρωταγωνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωταγωνισμός < πρωταγωνιστώ + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρωταγωνισμός αρσενικό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πρωταγωνιστώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωταγωνισμός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- πρωταγωνισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)