πρωτόζωο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρωτόζωο | τα | πρωτόζωα |
γενική | του | πρωτόζωου | των | πρωτόζωων |
αιτιατική | το | πρωτόζωο | τα | πρωτόζωα |
κλητική | πρωτόζωο | πρωτόζωα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωτόζωο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρωτόζωο ουδέτερο
- (βιολογία) υποσύνολο των μονοκύτταρων ευκαρυωτικών οργανισμών