πρωτόπειρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωτόπειρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]πρωτόπειρος, -η, -ο
- αυτός που διαθέτει ελάχιστη, σχεδόν μηδαμινή, εμπειρία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωτόπειρος
|