πρόσκοπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόσκοπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσκοπος (στρατιώτης προφυλακής), (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική boy scout.[1] Αναλύεται σε πρό- + -σκοπος (σκοπός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.sko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐σκο‐πος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόσκοπος αρσενικό (θηλυκό προσκοπίνα)
- άτομο που είναι μέλος του Σώματος Ελληνικών Προσκόπων ή μιας αντίστοιχης ξένης οργάνωσης που προωθεί τον προσκοπισμό
Παράγωγα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόσκοπος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πρόσκοπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκοπος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)