πτίσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτίσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(t)pis- (σπάω, θραύω). Συγγενές το λατινικό pistus (σπασμένος). Τα παράγωγα και οι ρηματικοί τύποι, από θέμα πτισ-, και μόνο ο ενεστώτας του ρήματος με θέμα πτισσ- αναλογικά προς πλάσσω, πάσσω.[1]

πτίσσω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.