πτηνόμορφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτηνόμορφος
- που έχει τη μορφή ή το σχήμα πτηνού
- ※ Ένας πλήρως σωζόμενος πτηνόμορφος ασκός της ερυθροστιλβωτής κεραμικής εντοπίστηκε σε μια από τις πρώιμες αυτές λεκανίδες, η οποία είχε σκόπιμα γεμίσει και κλείσει με την κατασκευή ενός νέου πατώματος. (www.archaiologia.gr, 03.10.2022)