πτωμαΐνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτωμαΐνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτωμαΐνη θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί) Μια αμίνη, CH3CH2NH2, η οποία σχηματίζεται από την αποσύνθεση ορισμένων πρωτεϊνών.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πτωμαΐνη
|