πτόλις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πτόλις < ομηρική ποιητική λέξη αντί πόλις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτόλις θηλυκό, γενική πτόλιος
- πόλις
- επικός τύπος του πόλις