πυρηνοκίνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρηνοκίνητος < νέα ελληνική πυρήν(ας) + -ο- + -κίνητος (πυρήνας από την πυρηνική ενέργεια)
Επίθετο[επεξεργασία]
πυρηνοκίνητος, -η, -ο
- που προωθείται με πυρηνική ενέργεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυρηνοκίνητος