ράπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ράπα | οι | ράπες |
γενική | της | ράπας | — | |
αιτιατική | τη | ράπα | τις | ράπες |
κλητική | ράπα | ράπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ράπα < Δείτε και γαλλική rave, λατινική rapa • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ράπα θηλυκό
- (φυτό) το φυτό ρέβα[1], το γογγύλι
- (ιδιωματικό) το καλάμι των σιτηρών(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (κρητικά) η συνουσία (ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- συγγενικά: ραπώνω
- (ιδιωματικό) θελκτική γυναίκα(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ↪ είναι καλή ράπα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ράπα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Κρητικά
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)