ρέψιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρέψιμο | τα | ρεψίματα |
γενική | του | ρεψίματος | των | ρεψιμάτων |
αιτιατική | το | ρέψιμο | τα | ρεψίματα |
κλητική | ρέψιμο | ρεψίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρέψιμο <
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρέψιμο ουδέτερο
- η απελευθέρωση αέρα κυρίως από τον οισοφάγο και το στομάχι μέσω του στόματος, η ερυγή
- η κατάρρευση (φυσική ή ψυχολογική)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ρέψιμο στη Βικιπαίδεια