ρήξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρήξη | οι | ρήξεις |
γενική | της | ρήξης* | των | ρήξεων |
αιτιατική | τη | ρήξη | τις | ρήξεις |
κλητική | ρήξη | ρήξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρήξεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρήξη < αρχαία ελληνική ῥῆξις
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρήξη θηλυκό
- η δημιουργία μιας ασυνέχειας, ενός ρήγματος
- (ιατρική) ρήξη συνδέσμου
- η καταστροφή των δεσμών που ενώνουν ένα άτομο ή σύνολο με άλλα
- επήλθε ρήξη στους κόλπους του κόμματος και όλοι περιμένουν την οριστική διάσπασή του
- η ριζική αλλαγή συνηθειών, απόψεων κλπ
- αποφάσισε να έρθει σε ρήξη με το παρελθόν του και να κάνει ιδεολογική στροφή 180 μοιρών