ρίνιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρίνιση | οι | ρινίσεις |
γενική | της | ρίνισης* | των | ρινίσεων |
αιτιατική | τη | ρίνιση | τις | ρινίσεις |
κλητική | ρίνιση | ρινίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρινίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρίνιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ρινίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρίνιση
|