ρίνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρίνισμα < αρχαία ελληνική ῥίνισμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɾi.ni.zma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρίνισμα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ρινίζω