ραβδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραβδισμός < ραβδίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραβδισμός αρσενικό
- ένα χτύπημα με ραβδί που καταφέρεται σε κάποιον· ραβδιά
- σύνολο χτυπημάτων που καταφέρονται σε κάποιον με ραβδί· ράβδισμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραβδισμός