ραβδοσκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραβδοσκοπικός < ραβδοσκόπος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ραβδοσκοπικός -ή -ό
- που αναφέρεται στη ραβδοσκοπία ή στους ραβδοσκόπους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ραβδοσκόπος, ράβδος και σκοπός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραβδοσκοπικός
|