ραιβόκλαδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ραιβόκλαδος
- (κυριολεκτικά) που έχει ραιβά / στραβά κλαδιά
- (μεταφορικά) ραιβός, ραιβόποδος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραιβόκλαδος
|