ρακιτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾa.ciˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρα‐κι‐τζής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρακιτζής αρσενικό
- (επάγγελμα, ιδιωματικό της Νάξου) που παρασκευάζει ρακή, τσίπουρο
- → δείτε και τη λέξη καζανάρης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρακιτζής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τζής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)