ρακλέτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ρακλέτα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρακλέτ < (άμεσο δάνειο) γαλλική raclette < racler < λατινικά rasus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος rado < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *razd-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
1. ρακλέτ: τυρί που λιώνει και πέφτει σε σάντουιτς
2. τυρί ρακλέτ

ρακλέτ ουδέτερο άκλιτο

  1. (γαστρονομία) ελβετική συνταγή με λιωμένο τυρί τύπου ρακλέτ (φοντύ)
  2. (τυρί) ελβετικό αγελαδινό, κίτρινο τυρί

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]