ρακοσυλλέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾa.ko.siˈle.ktis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρακοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό: ρακοσυλλέκτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που απ’ τα σκουπίδια μαζεύει διάφορα αντικείμενα που του φαίνονται χρήσιμα (για να τα πουλήσει ή για άλλους λόγους)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ρακοσυλλέκτρια
- → δείτε τις λέξεις ράκος, συλλέγω και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρακοσυλλέκτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)