ραστώνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραστώνη | ||
γενική | της | ραστώνης | ||
αιτιατική | τη | ραστώνη | ||
κλητική | ραστώνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραστώνη < αρχαία ελληνική ῥᾳστώνη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραστώνη θηλυκό
- η έλλειψη δραστηριότητας, η τρυφηλότητα, η μαλθακότητα, ραθυμία, τεμπελιά
- η καλοκαιρινή ραστώνη