ρεβέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεβέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική revers < λατινική reversus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος revertor < verto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wert-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεβέρ ουδέτερο άκλιτο
- το εξωτερικό δίπλωμα, το γύρισμα που κάνει το ύφασμα στο κάτω μέρος από το μπατζάκι ενός παντελονιού ή στην άκρη ενός μανικιού
- (στο τένις ή το πινγκ πονγκ) η απόκρουση μιας μπαλιάς με το δεξί χέρι, ενώ η μπάλα βρίσκεται στα αριστερά του αθλητή, ή με το αριστερό, ενώ η μπάλα βρίσκεται στα δεξιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)