ρεζιοναλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεζιοναλισμός < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; -ισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρεζιοναλισμός αρσενικό
- την μελέτη και αναφορά κοινωνικών φαινομένων σε σχέση με την περιοχή στην οποία παρατηρούνται
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρεζιοναλισμός