ρεκλάμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεκλάμα | οι | ρεκλάμες |
γενική | της | ρεκλάμας | των | (ρεκλαμών) |
αιτιατική | τη | ρεκλάμα | τις | ρεκλάμες |
κλητική | ρεκλάμα | ρεκλάμες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρεκλάμα θηλυκό
- η διαφήμιση
- (συνεκδοχικά) η διαφημιστική επιγραφή ή αφίσα
- ※ Φωτεινή η ταμπέλα με τα πελώρια γράμματα. Φωτεινές οι ρεκλάμες που αναβοσβήνανε στις δυο γωνιές του μαγαζιού. (Τάκης Αδάμος Καφεζυθεστιατόριον «Η Μεγάλη Ελλάς» [διήγημα])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)