ρελιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρελιάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρέλι
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρελιάζω | ρέλιαζα | θα ρελιάζω | να ρελιάζω | ρελιάζοντας | |
β' ενικ. | ρελιάζεις | ρέλιαζες | θα ρελιάζεις | να ρελιάζεις | ρέλιαζε | |
γ' ενικ. | ρελιάζει | ρέλιαζε | θα ρελιάζει | να ρελιάζει | ||
α' πληθ. | ρελιάζουμε | ρελιάζαμε | θα ρελιάζουμε | να ρελιάζουμε | ||
β' πληθ. | ρελιάζετε | ρελιάζατε | θα ρελιάζετε | να ρελιάζετε | ρελιάζετε | |
γ' πληθ. | ρελιάζουν(ε) | ρέλιαζαν ρελιάζαν(ε) |
θα ρελιάζουν(ε) | να ρελιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρέλιασα | θα ρελιάσω | να ρελιάσω | ρελιάσει | ||
β' ενικ. | ρέλιασες | θα ρελιάσεις | να ρελιάσεις | ρέλιασε | ||
γ' ενικ. | ρέλιασε | θα ρελιάσει | να ρελιάσει | |||
α' πληθ. | ρελιάσαμε | θα ρελιάσουμε | να ρελιάσουμε | |||
β' πληθ. | ρελιάσατε | θα ρελιάσετε | να ρελιάσετε | ρελιάστε | ||
γ' πληθ. | ρέλιασαν ρελιάσαν(ε) |
θα ρελιάσουν(ε) | να ρελιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρελιάσει | είχα ρελιάσει | θα έχω ρελιάσει | να έχω ρελιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρελιάσει | είχες ρελιάσει | θα έχεις ρελιάσει | να έχεις ρελιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρελιάσει | είχε ρελιάσει | θα έχει ρελιάσει | να έχει ρελιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρελιάσει | είχαμε ρελιάσει | θα έχουμε ρελιάσει | να έχουμε ρελιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρελιάσει | είχατε ρελιάσει | θα έχετε ρελιάσει | να έχετε ρελιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρελιάσει | είχαν ρελιάσει | θα έχουν ρελιάσει | να έχουν ρελιάσει |
|