ρεμέτζο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρεμέτζο | τα | ρεμέτζα |
γενική | του | ρεμέτζου | των | ρεμέτζων |
αιτιατική | το | ρεμέτζο | τα | ρεμέτζα |
κλητική | ρεμέτζο | ρεμέτζα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεμέτζο < (άμεσο δάνειο) ιταλική remeggio < λατινική remigium < remigo < remus (κουπί) (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁reh₁- (κωπηλατώ) + -igo (< πρωτοϊταλική *agō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éǵeti < *h₂eǵ-: ἄγω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾeˈme.d͡zo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεμέτζο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) μόνιμο αγκυροβόλιο σκάφους
- (ναυτικός όρος) δέσιμο / άραγμα πλοίου
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) χοντρό καραβόσκοινο που χρησιμοποιείται είτε σε ρυμούλκηση είτε σε προσόρμιση για ασφαλή πρόσδεση σκάφους σε παρατεταμένη χρονικά παραμονή ή άραγμα
- (ναυτικός όρος) το ρυμούλκιο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ρεμετζάρισμα / ρεμεντζάρισμα / ρεμιντζάρισμα / ρεμιτζάρισμα
- ρεμετζάρω / ρεμεντζάρω / ρεμιτζάρω / ρεμιντζάρω
- → δείτε τις λέξεις ερέτης και άγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρεμέτζο
|
χοντρό καραβόσκοινο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)