ρεπετισιόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεπετισιόν < γαλλική répétition
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρεπετισιόν θηλυκό άκλιτο
- (ρουλέτα), (ποδόσφαιρο) επανάληψη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρεπετισιόν
|