ρεπορτάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾe.poɾˈtaz/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεπορτάζ ουδέτερο άκλιτο
- η έρευνα ενός θέματος και η παρουσίασή του με δημοσιογραφικό τρόπο σε κάποιο από τα ΜΜΕ
- κοινωνικό / πολιτικό / οικονομικό ρεπορτάζ
- (συνεκδοχικά) το αποτέλεσμα της παραπάνω εργασίας σε γραπτή μορφή
- ενδιαφέρον / μακροσκελές / πλήρες ρεπορτάζ
- η εργασία του ρεπόρτερ
- κάνει καλλιτεχνικό ρεπορτάζ