ρητινίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρητινίτης < ελληνιστική κοινή ῥητινίτης[1] [2] < αρχαία ελληνική ῥητίνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρητινίτης αρσενικό
- (τεχνολογία τροφίμων) οίνος που περιέχει ρητίνη (πεύκου)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρητινίτης
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ρητινίτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ ῥητινίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία τροφίμων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)