ριζότο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ριζότο | ||
γενική | του | ριζότου | ||
αιτιατική | το | ριζότο | ||
κλητική | ριζότο | |||
Επίσης, άκλιτο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ριζότο < (άμεσο δάνειο) ιταλική risotto < riso < λατινική < ελληνιστική κοινή ὄρυζα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ριζότο ουδέτερο
- (γαστρονομία) ρύζι μαγειρεμένο κατά το ιταλικό στυλ, σε ζωμό, με κρεμώδη υφή
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- ριζόττο κατά την ιταλική ορθογραφία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ριζότο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)