ροδίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ροδίτης | οι | ροδίτες |
γενική | του | ροδίτη | των | ροδιτών |
αιτιατική | τον | ροδίτη | τους | ροδίτες |
κλητική | ροδίτη | ροδίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ροδίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροδίτης αρσενικό
- ποικιλία σταφυλιού με διάφορες αποχρώσεις του ρόδινου χρώματος
- είδος κρασιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροδίτης
|